- φανών
- φαίνωA ren.aor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φανῶν — Φάνη fem gen pl Φάνης masc gen pl Φανός shining masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῶν — φαίνω A ren. fut part act masc nom sg (attic epic doric) φανάω pres part act masc voc sg φανάω pres part act neut nom/voc/acc sg φανάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φανάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) φανή… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] … Dictionary of Greek
φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… … Dictionary of Greek
φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… … Dictionary of Greek
Καμείρου, δήμος — Νέος δήμος (5.145 κάτ.) του νομού Δωδεκανήσου που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από της πρώην κοινότητες Σορωνής, Απόλλωνα, Διμυλιάς, Καλαβάρδα, Πλατανίων, Σαλάκου και Φανών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο … Dictionary of Greek
φανοκόρος — ο αυτός που φροντίζει για την καλή κατάσταση των φανών, που ανάβει τα φανάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)